Παρασκευή 26 Μαρτίου 2010

Che fece... il gran rifiuto

Σε μερικούς ανθρώπους έρχεται μιά μέρα
που πρέπει το μεγάλο Ναι ή το μεγάλο το Οχι
να πούνε. Φανερώνεται αμέσως όποιος τόχει
έτοιμο μέσα του το Ναι, και λέγοντάς το πέρα
πηγαίνει στην τιμή και στην πεποίθησί του.
Ο αρνηθείς δεν μετανοιώνει. Αν ρωτιούνταν πάλι,
όχι θα ξαναέλεγε. Κι όμως τον καταβάλλει
εκείνο τ' όχι -το σωστό- εις όλην την ζωή του.

Κ. Π. Καβάφης

Η Σατραπεία

Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κ’ επιτυχία να σε αρνείται·
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες, κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις,
(η μέρα που αφέθηκες κ’ ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πηαίνεις στον μονάρχην Aρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε·
την Aγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Aυτά πού θα σ’ τα δώσει ο Aρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις.


Κ. Π. Καβάφης
(Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Το Μοντέλο (Γιάννης Σκαρίμπας)

Πού τήν είδα; Συλλογίζομαι άν στούς δρόμους
τήν αντίκρυσα ποτές μου ή στ' αστέρια,
τούς χυτούς της φέρνει η ιδέα μου τούς ώμους
δίχως χέρια!

Δίχως χέρια . . . Τό μάτι της γυαλένιο
άς μή μ' έβλεπε – μ' εθώρει κι ήταν τ' όντι
ρόδο ψεύτικο τό γέλιο της – κερένιο –
καί τό δόντι.

Τήν στοχάζομαι. Η φωνή της, λές, μού εμίλει
ριγηλή σάν μέσ' σέ όνειρο – και τ' όμμα
ήταν σφαίρα. Σπασμός τρίγωνος τά χείλη
καί τό στόμα.

Τ' ήταν; πνεύμα; Μήν φτιαγμένη ήταν, ωϊμένα,
ύποπτεύομαι – καί τρέμω νοερά μου –
απ' τό ίδιο ύλικό πούναι φχιαγμένα
τά όνειρά μου; . . .

Αχ πώς τρέμω! ο νούς μου πάει σ' ιδέες πλήθος,
σέ μπαμπάκια καί καρτόνια – ο νούς μου βάνει
γεμισμένο της μήν ήτανε τό στήθος
μέ ροκάνι!

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ώ Κυρά μου – Άγγελε – Σύ – των μειρακίων
πόχεις τό γέλιο, ώ χαύνη κόρη των πνευμάτων,
σέ μια βιτρίνα σ' έχουν στήσει γυναικείων
φορεμάτων. . .


(από τή συλλογή "ΟΥΛΑΛΟΥΜ")

Αφιέρωση (Νίκος Δήμου)

Είχα ξεχάσει πως μυρίζει το γιασεμί.

Αλλά βγαίνοντας στη νύχτα, ξαφνικά,
ντυμένος λεπτό χιτώνα τον ιδρώτα σου
ντυμένος χρυσό ιμάτιο το άρωμά σου,
χτύπησα πάνω στην οσμή του γιασεμιού σαν σε γυάλινο τοίχο.

Ονειρεύομαι αυτό που έζησα.
Το σώμα το δροσερό με τους ίσκιους,
το σώμα το δυνατό με την έκσταση
και την κραυγή, την κραυγή –

Σ’ αγαπώ τρυφερά και σ’ αγαπώ άγρια,
περπατώ την νύχτα ντυμένος τον λεπτό σου ιδρώτα,
στεφανωμένος το άρωμα του γιασεμιού
και προφητεύω.

Αμφισβητώ το ποίημα, είναι φτωχό.
Είμαι κι εγώ φτωχός χωρίς εσένα.
Αν ποίημα είμαστε μαζί
δεν έχω γράψει καλύτερο.

Έτσι κι αλλιώς (Νίκος Δήμου)

Έτσι κι αλλιώς μια μέρα θα χωρίσουμε.
Από έρωτα, από θάνατο, από χρόνο.
Θα ήθελα όμως να χωρίσουμε μαζί.
Όχι χώρια.


Συμπλέκοντας....
"Αρκεί μια ανάμνηση, γιατί η αγάπη μας αν ζούσε,
ποιος ξέρει τι μπορούσε…"

Η απροσεξία της αδράνειας (Μπερνάρντο Σοάρες)

Το να ζω μου φαίνεται σαν ένα μεταφυσικό λάθος της ύλης, σαν μια απροσεξία της αδράνειας. Δεν κοιτάζω τη μέρα ώστε να δω αν υπάρχει κάτι που θα με διασκέδαζε από μένα και που θα μπορούσε, καθώς θα το περιέγραφα, να κρύψει με τις λέξεις το άδειο φλιτζάνι της απάρνησης του εαυτού μου.
Δεν κοιτάζω τη μέρα, και αγνοώ με τη ράχη σκυμμένη αν είναι ήλιος ή απουσία ήλιου αυτό που υπάρχει έξω, στον υποκειμενικά μελαγχολικό δρόμο, στον έρημο δρόμο όπου περνάει ο θόρυβος των ανθρώπων.
Αγνοώ τα πάντα και με πονάει το στήθος μου.
Σταμάτησα να εργάζομαι! και δεν θέλω να κουνηθώ από εδώ.
Κοιτάζω το υπόλευκο στυπόχαρτο που απλώνεται, στερεωμένο στις γωνίες, πάνω στο υπερήλικο επικλινές γραφείο.
Κοιτάζω προσεκτικά τις γραμμούλες που έχουν σχηματιστεί πάνω του εξαιτίας της απορρόφησης του μελανιού ή της αφηρημάδας.
Πολλές φορές η υπογραφή μου από την ανάποδη ή αναποδογυρισμένη.
Μερικοί αριθμοί εδώ κι εκεί, στην τύχη.

Σκαριφήματα χωρίς νόημα που έκανα αφηρημένος.
Τα κοιτάζω όλα αυτά σαν ένας άξεστος χωρικός, με προσοχή που δείχνει κάποιος σε κάτι καινούριο, με ολόκληρο τον εγκέφαλο αδρανή πίσω από τα εγκεφαλικά κέντρα της όρασης.

Νιώθω μεγαλύτερη νύστα μέσα μου απ’ ό,τι μπορώ ν’ αντέξω.
Και δεν θέλω τίποτα, δεν υπάρχει τίποτα για να ξεφύγω από αυτό.

Ελένη (Οδυσσέας Ελύτης)

..Με την πρώτη σταγόνα της βροχής σκοτώθηκε το καλοκαίρι
Μουσκέψανε τα λόγια που είχανε γεννήσει αστροφεγγιές
Όλα τα λόγια που είχανε μοναδικό τους προορισμόν Εσένα!
Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως
Πριν απ’ τον Έρωτα έρωτας
Κι όταν σε πήρε το φιλί
Γυναίκα...

Απροσδοκίες (Κική Δημουλά)

Θεέ μου τι δεν μας περιμένει ακόμα.

Κάθομαι εδώ και βρέχομαι.
Βρέχει χωρίς να βρέχει
όπως όταν σκιά
μας επιστρέφει σώμα.

Κάθομαι εδώ και κάθομαι.
Εγώ εδώ, απέναντι η καρδιά μου
και πιο μακριά
η κουρασμένη σχέση μου μαζί της.
Έτσι για να φαινόμαστε πολλοί
κάθε που μας μετράει το άδειο.

Φυσάει άδειο δωμάτιο.
Πιάνομαι γερά από τον τρόπο μου
που έχω να σαρώνομαι.

Νέα σου δεν έχω.
Η φωτογραφία σου στάσιμη.
Κοιτάζεις σαν ερχόμενος
χαμογελάς σαν όχι.
Άνθη αποξηραμένα στο πλάι
σου επαναλαμβάνουν ασταμάτητα
το ακράτητο όνομα τους semprevives
semprevives – αιώνιες, αιώνιες
μην τύχεις και ξεχάσεις τι δεν είσαι.

Από τη συλλογή ("Χαίρε Ποτέ")

Τα πάθη της βροχής (Κική Δημουλά)

Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών
άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα
μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο
σι, σι, σι.
Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.

Όμως ο παραλογισμός
άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση
μού’ μαθε για τους ήχους.
Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή,
σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν
και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.

Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ,
όλη τη νύχτα
ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος,
αξημέρωτος ήχος,
αξημέρωτη ανάγκη εσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σαν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ να διηγηθεί
και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ένταση μονολεκτική,
το ένα εσύ σαν μνήμη,
το άλλο σαν μομφή
και σαν μοιρολατρία,
τόση βροχή για μια απουσία,
τόση αγρύπνια για μια λέξη,
πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή
μ’ αυτή της τη μεροληψία
όλο εσύ, εσύ, εσύ,
σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα
και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.

Εαρινή συμφωνία ΙΙ (Γιάννης Ρίτσος)

Είχα κλείσει τα μάτια
για ν’ ατενίζω το φως.

Τυφλός.
Είχα κάψει τη φλόγα
για ν’ αναπνέω.

Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους τής σιγής
κ’ η ανάσα του χαμόγελου
δε γνώριζε τη μετάνοια.

Να δακρύζω
πάνω στα διάφανα χέρια μου
από μια διάφανη χαρά
που δεν επιθυμεί.

Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.
Πιο πέρα.
Εκεί που καταλύεται τ’ όνειρο
κι η φθορά έχει φθαρεί.

Κ’ ήρθες εσύ.

"Χωρίς να σε βλέπω" // Τίτος Πατρίκιος

Χωρίς να σε βλέπω χωρίς να σου μιλάω
χωρίς ν’ αγγίζω ούτε μια σκιά απ’ το βήμα σου
χωρίς – πόσο γυμνός ακόμα θα ‘θελες να μείνω;
Μη με πιστεύεις, σε τίποτα μη με πιστέψεις.
Κι όταν εντάσσω τις στιγμές στα σίγουρα σχήματά μου
όταν ανασκευάζω το χαμόγελό σου
όταν αποκαλώ την ομορφιά φθαρτό περίβλημα
μη με πιστεύεις – κι όμως σου λέω την αλήθεια.
Δεν την αντέχω αυτή τη μάταια ελπίδα
να επιζώ σε μια τυχαία σου σκέψη
μα κάθε βράδυ τη ζεσταίνω απ’ την αρχή
.

"Ωδή στους τρυφερούς ανθρώπους" -Κατερίνα Καριζώνη

Κάποτε
το αχνό φως απ’ τα φτερά ενός κύκνου φέγγει στο σκοτάδι
δείχνει το δρόμο των τρυφερών ανθρώπων
τους βλέπω να περνούν
από μια πύλη στενή
με βήμα πιο ελαφρύ απ’ το δικό μας
με ρούχα γεμάτα ημερωμένους ανέμους
κι αιώνες μυθικούς
κρατούν στα χέρια τους
την άκρη των πραγμάτων
κι ένα αηδόνι κατοικεί
μες στους σκοπούς τους
στα πόδια τους άγρια σαρκοβόρα
παίζουνε με νήπια.

Οι τρυφεροί άνθρωποι
περνούν ανάμεσά μας
δεν τους ξεχωρίζεις
κρατούν εφημερίδες, συναλλάσσονται
μιλούν μαζί μας για πράγματα ασήμαντα
μα όταν καμιά φορά πληγώνονται
σωπαίνουν
κι ύστερα ξαφνικά μεταμορφώνονται
σε τριαντάφυλλα στην πόρτα μας.

Τετάρτη 17 Μαρτίου 2010

Ερωτήσεις.....

Πόσο συχνά δεν παρατηρήσατε την κουρτίνα για να αποφύγετε να δείτε τον πόλεμο που μαίνεται έξω από το παράθυρο;
Κι αν ο πόλεμος διαρκεί και η συνθήκη ειρήνης αργεί να έρθει; Κι αν δε σταματήσει ποτέ;
Θα πρέπει τότε να μάθείς να ζεις με τις μάχες σου...
Πόσο φώς πρέπει να ανάψεις για να εξαφανίσεις το σκοτάδι;
Πόσο φαγητό να μαγειρέψεις για να μη μείνεις ποτέ νηστικός;
Πόσους ανθρώπους πρέπει να καταναλώσεις για να μη μείνεις ποτέ μόνος;
Πόσα κομμάτια πρέπει να σπάσεις για να μη δεις ποτέ τον καθρέφτη ολόκληρο;
Πόσα "ταξίδια" πρέπει να κάνεις για να αποφύγεις την πιθανότητα να μείνεις κάπου για πολύ;
Πόσες έννοιες πρέπει να σκοτώσεις για να μη ζωντανέψει μέσα σου η αλήθεια;
Υπάρχει κανείς που μπορεί να πει πως ξεκουμπώνει θαραλλέα το πουκάμισο και πρότάσσει το στέρνο του στον πόνο; Κι αν το κάνει είναι ήρωας ή ανόητος;
Κι αν δεν το κάνει; Αν ξεγελιέται και ξεγελά, πειράζει; Ποιόν;
"Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι".... Τους ζηλεύω;
Ποτέ μου δεν κατάφερα να αδειάσω το μυαλό μου... Για την ψυχή μου ούτε λόγος...
Τόσο πολύπλοκοι είναι οι άνθρωποι.... Τόσο δύσκολες οι αποφάσεις...
Σαν το Rosebud...Κάτι θα σε φέρνει πάντα στα γνωστά λημέρια όσο κι αν προσπαθείς να ξεφύγεις... Κι ας αδικείς, κι ας δυστυχείς...
Μοίρα...; Φύση...;
Και ύστερα παραβίασε ο ήλιος το παράθυρο.........
Και είδα πάλι... Εμένα.... Τι κρίμα... Θεός ξέρει (αν υπάρχει) πόσο λαχταρά η ψυχή μου να χορτάσει, να ταϊσει, να αγαπήσει και να αγαπηθεί... Ανάγκες όλων, και εγώ σαν όλους...
Πόσες ψευδαισθήσεις δε χτίζουμε καθημερινά για να αποφύγουμε να αποκαλύψουμε και να καταλάβουμε ποιοί πραγματικά είμαστε;
Πόσα αγκάθια δε φυτρώνουν στις παλάμες μας στο φόβο του επώδυνου αγγίγματος του άλλου;
Ψάχνωντας για τον Λούθηρο, μπας και γλιτώσουμε τις επιπτώσεις...
Μα μια φορά να μη σπάσω τα μούτρα μου στην άσφαλτο...
Ανοησία... Σαν να εύχομαι για μια φορά να μη ζήσω...
Θα θελα να γνώριζα κάποιον που κατάφερε να αγαπήσει τους ανθρώπους όπως είναι...
Λίγο θεοί, λίγο πίθηκοι (που λέει και μια ψυχή), λίγο εγκληματίες, λίγο κακοποιοί, λίγο έξυπνοι, λίγο αφελείς, λίγο γενναιόδωροι, λίγο σάρκινοι και πολύ... Πολύ ανθρώπινοι....
Κρατώ μόνο τα δυο μυστικά που έχω για να αντέξω τη φύση μου... Υπομονή και αυτοσυγκέντρωση... Ίσως τελικά η ωριμότητα να σημαίνει κυρίως ότι μαθαίνεις την αξία της τέχνης "να ξέρεις να περιμένεις"....

Γιατί έχουμε παρόμοιες ψευδαισθήσεις....

Hey you, out there in the cold
Getting lonely, getting old
Can you feel me?
Hey you, standing in the aisles
With itchy feet and fading smiles
Can you feel me?
Hey you, dont help them to bury the light
Don't give in without a fight.

Hey you, out there on your own
Sitting naked by the phone
Would you touch me?
Hey you, with you ear against the wall
Waiting for someone to call out
Would you touch me?
Hey you, would you help me to carry the stone?
Open your heart, I'm coming home.

But it was only fantasy.
The wall was too high,
As you can see.
No matter how he tried,
He could not break free.
And the worms ate into his brain.

Hey you, out there on the road
always doing what you're told,
Can you help me?
Hey you, out there beyond the wall,
Breaking bottles in the hall,
Can you help me?
Hey you, don't tell me there's no hope at all
Together we stand, divided we fall΄


Ξέρεις εσύ....Το μόνο που μπορώ, είναι να πω πως ξέρω κι εγώ...Δε φτάνει το ξέρω...
Μα τι φτάνει τελικά; Ακόμη μια φορά λίγη και απροσπέλαστη... Σαν κι εσένα...
Για αυτό σου λέω, σε νιώθω...Κι αυτό είναι ίσως το χειρότερο...

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2010

Ικανο-ποίησις...

Πολύ με πέδεψε ετούτη η λέξη...
εμένα και χιλιάδες ανθρώπους...
Κάθε μέρα συλλαβίζουν οι άνθρωποι το μύθο τους...
"Αυτό δε με ικανοποιεί πια" "Δεν αντλώ ικανοποίηση από τη δουλειά, τη σχέση μου, κλπ"

Στοπ. Ένα βήμα πίσω...
Δυο λεπτά να κάτσω και να σκεφτώ στα σκαλάκια...
Ικανοποίηση..
Ναι, ταυτισμένη με το καλό, αυτό που μας κάνει να χαμογελάμε φουσκωμένοι σαν διάνοι...
Ικανοποίηση, αυτό που μας οφείλεται (;) σε ετούτη τη ζωή..
Γιατί;
Γιατί είμαστε αυτοί που είμαστε, γιατί προσπαθούμε νυχθημερόν για αυτό! Άκου εκεί!; Γιατί; Γιατί έτσι!

Ικανόν -ποιώ.. Λοιπόν... Τα σκαλάκια πάντα δείχνουν τον ορίζοντα...
Ικανός, ο αρκετός.
Ίσως λοιπόν για να αντλήσει κανείς ικανοποίηση επιβάλλεται να στραφεί στα μέσα του. Να γυρίσει τη ματιά του ανάποδα, πέρα από την απατηλή τάξη των αισθήσεων.

Αγώνας τρίσβαθος να καταστήσεις εαυτόν ικανόν... Πόσους δρόμους με σπασμένες λάμπες πρέπει να διαβείς για να φτάσεις στο οικόπεδο που χτίζεται το σπίτι;
Να αβγατίσεις τα προικιά σου και να πεις, ναι παιδιά, τα κατάφερα να ποιώ ικανά αισθήματα, ικανούς τρόπους...
Είπαμε, το αίσθημα μοναχικό, το συναίσθημα για δυο...
Μα ποτέ δε θα 'ναι ικανή η ποίησις...
Ο ποιητής φαντασιώνεται το πραγματικό ή πραγματεύεται τη φαντασία;
Η ικανοποίηση φαντασιώνεται τη ζωή ή ζει το φανταστικό;

Και η ανθρώπινη ευτυχία δεν ήταν στα πλάνα του Δημιουργού...
Οπότε...
Αυτοικανοποίηση ή θαυμασμός;